- πολυήρατος
- πολυήρατοςmuch-lovedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… … Dictionary of Greek
πολυήρατον — πολυήρατος much loved masc/fem acc sg πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηράτοις — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηράτοισιν — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηράτου — πολυήρατος much loved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηράτῳ — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυήρατα — πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυήρατε — πολυήρατος much loved masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARCHEDON — I. CARCHEDON Graecis dicitur Carthago, unde Poenulus Plautina Comoedia Carchedonius dicitur. Dionys. v. 195. Τοῖς δ᾿ ἐπὶ Καρχηδὼν πολυήρατος ἀμπέχει ὅρμον, Καρχηδὼν, Λιβύων μὲν, ἀτὰρ πρότερον Φοινίκων, Καρχηδὼν, ἣν μῦθος ὑπαὶ βοῒ μετρηθῆναι. Vide … Hofmann J. Lexicon universale